- πρωτοσχεδής
- πρωτο-σχεδής, ές, and [suff] πρωτο-σχέδιος, ον,A written offhand, improvised, Tz.H.11.987, 10.366.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτοσχεδής — ές και πρωτοσχέδιος, ον, Μ αυτός που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το πρόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχεδής/ σχέδιος (< σχέδη / σχέδιον), πρβλ. αυτο σχέδιος] … Dictionary of Greek